- αμεγάλωτος
- -η, -ο [μεγαλώνω]αυτός που δεν αυξήθηκε ή δεν επεκτάθηκε ακόμη ή αυτός που δεν είναι δυνατό να επαυξηθεί, να μεγεθυνθεί, να επεκταθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμεγάλωτος — η, ο αυτός που δε μεγάλωσε ή δεν μπορεί να μεγαλώσει: Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί αυτό το δέντρο έμεινε αμεγάλωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεγέθυντος — η, ο βλ. αμεγάλωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναύξητος — η, ο 1. αυτός που δεν αυξήθηκε, αμεγάλωτος: Η πατρική περιουσία έμεινε αναύξητη. 2. (γραμμ.), «αναύξητα ρήματα», τα ρήματα που δεν παίρνουν αύξηση, π.χ. αρχίζω άρχισα, ορίζω όρισα, ησυχάζω ησύχασα, καθίζω κάθισα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)